- σκῑράφιον
σκῑράφιον, τό, = σκιραφεῖον, Poll. 7, 203, vgl. St. B. v. Σκίρον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκῑράφιον, τό, = σκιραφεῖον, Poll. 7, 203, vgl. St. B. v. Σκίρον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκιραφείον — και σκιράφιον, τὸ, Α [σκίραφος] τόπος όπου έπαιζαν κύβους, ζάρια, το κυβευτήριον* («οὐκ ἐν τοῑς σκιραφείοις οἱ νεώτεροι διέτριβον», Ισοκρ.) … Dictionary of Greek