- σκῑραφεῖον
σκῑραφεῖον, τό, auch σκειραφεῖον, Ort, wo man zum Würfelspielen zusammenkommt; οὐκ ἐν τοῖς σκιραφείοις οἱ νεώτεροι διέτριβον, Isocr. 7, 48; VLL., die κυβευτήριον erkl., Poll. 9, 96.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκῑραφεῖον, τό, auch σκειραφεῖον, Ort, wo man zum Würfelspielen zusammenkommt; οὐκ ἐν τοῖς σκιραφείοις οἱ νεώτεροι διέτριβον, Isocr. 7, 48; VLL., die κυβευτήριον erkl., Poll. 9, 96.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκιραφεῖον — σκῑραφεῖον , σκιραφεῖον gambling house neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιραφείον — και σκιράφιον, τὸ, Α [σκίραφος] τόπος όπου έπαιζαν κύβους, ζάρια, το κυβευτήριον* («οὐκ ἐν τοῑς σκιραφείοις οἱ νεώτεροι διέτριβον», Ισοκρ.) … Dictionary of Greek
σκιραφεῖα — σκῑραφεῖα , σκιραφεῖον gambling house neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιραφείοις — σκῑραφεί̱οις , σκιραφεῖον gambling house neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)