- σκέρ-βολος
σκέρ-βολος, schmähend, scheltend, lästernd; σκέρβολα μυϑήσαντο, Callim. bei Schol. Ar. Equ. 818, Hesych. erkl. λοίδορος, ἀπατεών.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκέρ-βολος, schmähend, scheltend, lästernd; σκέρβολα μυϑήσαντο, Callim. bei Schol. Ar. Equ. 818, Hesych. erkl. λοίδορος, ἀπατεών.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
(s)ker-4, (s)kerǝ-, (s)krē- — (s)ker 4, (s)kerǝ , (s)krē English meaning: to cut Deutsche Übersetzung: ‘schneiden” Material: I. A. O.Ind. ava , apa skara “Exkremente (Ausscheidung)”; kr̥ṇüti, kr̥ṇōti “verletzt, slays “ (lex.), utkīrṇ a “ausgeschnitten,… … Proto-Indo-European etymological dictionary
σκερβόλλω — Α 1. σκώπτω 2. ονειδίζω, βρίζω 3. φρ. «σκερβόλλω πονηρά» βρίζω ή κακολογώ χυδαία. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός όρος τού καθημερινού λεξιλογίου τής αρχ., αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για σύνθ. λ., τής οποίας το β συνθετικό συνδέεται με το ρ. βάλλω (πρβλ.… … Dictionary of Greek