σκεπή — σκεπή, η και σκεπός, ο 1. στέγη: Έβαλαν καινούρια κεραμίδια στη σκεπή του σπιτιού. 2. το πάνω μέρος του αυτοκινήτου ή της άμαξας: Το καλοκαίρι βγάζει τη σκεπή του αυτοκινήτου για να παίρνει αέρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκέπη — covering fem nom/voc sg (attic epic ionic) σκέπος neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σκέπος neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) σκέπτομαι look aor ind mp 3rd sg (homeric ionic) σκεπάω cover pres imperat act 2nd sg (doric) σκεπάω cover pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκέπῃ — σκέπη covering fem dat sg (attic epic ionic) σκέπω pres subj mp 2nd sg σκέπω pres ind mp 2nd sg σκέπω pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκέπη — η, ΝΜΑ 1. σκέπασμα, κάλυμμα 2. μτφ. προ κάλυψη, προφύλαξη, προστασία, υπεράσπιση (α. «φύλαξόν με υπό την σκέπην σου», εκκλ. β. «ὑπὸ τήν σκέπην τών σων προσέρχομαι πτερύγων», Πρόδρ. γ. «ἐν σκέπῃ τοῡ πολέμου», προφύλαξη από τον πόλεμο, Ηρόδ. δ.… … Dictionary of Greek
σκεπή — η, Ν 1. κατασκεύασμα που καλύπτει το πάνω μέρος οικοδομήματος, η στέγη («ο τόπος μας είναι κλειστός, όλο βουνά που έχουν σκεπή το χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα», Σεφέρης) 2. το επάνω μέρος αυτοκινήτου 3. καλύπτρα («και τού λειψάνου η συνοδιά… … Dictionary of Greek
σκέπη — η 1. κάλυμμα. 2. μτφ., προστασία: Τον έχει υπό τη σκέπη του. 3. πέπλος: Η νύφη φόρεσε μια αραχνοΰφαντη σκέπη. 4. υμένας που σκεπάζει τα σπλάχνα των ζώων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκέπηι — σκέπῃ , σκέπη covering fem dat sg (attic epic ionic) σκέπῃ , σκέπω pres subj mp 2nd sg σκέπῃ , σκέπω pres ind mp 2nd sg σκέπῃ , σκέπω pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκέπαις — σκέπη covering fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκέπην — σκέπη covering fem acc sg (attic epic ionic) σκέπος neut acc sg σκέπτομαι look aor ind mp 3rd pl (epic doric aeolic) σκέπτομαι look aor ind mp 1st sg (homeric ionic) σκέπω pres inf act (doric aeolic) σκεπάω cover imperf ind act 3rd pl (epic doric … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκέπης — σκέπη covering fem gen sg (attic epic ionic) σκέπτομαι look aor ind mp 2nd sg (homeric ionic) σκεπάω cover pres ind act 2nd sg σκεπάω cover imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκέπῃσι — σκέπη covering fem dat pl (epic ionic) σκέπω pres subj act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)