- σκέπανον
σκέπανον, τό, Decke, Deckel, Bedeckung, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκέπανον, τό, Decke, Deckel, Bedeckung, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκέπανον — covering neut nom/voc/acc sg σκέπανος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκέπανον — τὸ, Α σκέπασμα, κάλυμμα («πῑλον κεφαλᾱς... σκέπανον», Λεωνίδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκέπω + επίθημα ανον (πρβλ. ξό ανον, πλόκ ανον)] … Dictionary of Greek
σκεπανόν — σκεπανός sheltered masc acc sg σκεπανός sheltered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)