σκάπετος

σκάπετος

σκάπετος, ὁ, = κάπετος, Graben, Grube.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σκάπετος — trench fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκάπετος — και σκάπεδος, ἡ, Α τάφρος, λάκκος ή, κατ άλλους, τάφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαπ τού σκάπτω (βλ. λ. σκάβω) + επίθημα ετος (πρβλ. πάχ ετος). Ο τ. σκάπεδος αναλογικά προς τα πέδον, δάπεδον] …   Dictionary of Greek

  • σκαπέτοιο — σκάπετος trench fem gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκάπετον — σκάπετος trench fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • копать — копаю, копаться, укр. копати, болг. копая, сербохорв. ко̀пати, ко̏па̑м, словен. kopati, kора̑m, чеш. kораti, слвц. kораt᾽, польск., в. луж. kорас, н. луж. kораs. Родственно лит. kapoti, kapoju колоть, рубить , лтш. kapât, ãju сечь, колоть , др …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • κάπετος — κάπετος, ἡ (Α) 1. τάφρος, χαντάκι («ὄχθας καπέτοιο βαθείης», Ομ. Ιλ.) 2. τάφος («ἐς κοίλην κάπετον θέσαν», Ομ. Ιλ.) 3. αυλακοειδής οπή για εισδοχή μοχλού 4. σπαπάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. τού σκάπετος (< σκάπτω), με αποβολή τού αρκτικού σ ] …   Dictionary of Greek

  • σκάβω — σκάπτω, ΝΜΑ, και σκάφτω Ν 1. χτυπώ με ειδικό εργαλείο το έδαφος και αναστρέφω το χώμα για διάνοιξη ορύγματος ή προκειμένου να καλλιεργήσω τη γη (α. «για το φτωχό ασπρομάλλη πο σκαψε κάμπους και βουνά, δυο πήχες τόπο μοναχά, τώρα θα σκάψουν άλλοι» …   Dictionary of Greek

  • σκαπέτωσις — ώσεως, ἡ, Α πιθ. κατασκευή τάφρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. αντί σκάπετος με κατάλ. ωσις (από συνηρημένα ρ. σε ῶ / όω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”