- σκάπτειρα
σκάπτειρα, ἡ, tem. von σκαπτήρ, die Grabende, δίκελλα, En. ad. 176 (VI, 21).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκάπτειρα, ἡ, tem. von σκαπτήρ, die Grabende, δίκελλα, En. ad. 176 (VI, 21).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκάπτειρα — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκάπτειρα — ἡ, Α βλ. σκαπτήρ … Dictionary of Greek
σκάπτειραν — σκάπτειρα fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαπτήρ — ῆρος, ὁ, θηλ. σκάπτειρα, Α αυτός που σκάβει, σκαφέας, σκαφτιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαπ τού σκάπτω (βλ. λ. σκάβω) + επίθημα τήρ / τειρα (πρβλ. θρεπ τήρ / θρέπ τειρα)] … Dictionary of Greek