- σκολίωμα
σκολίωμα, τό, das Krummgemachte, die Krümmung, Strab. 2, 4, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκολίωμα, τό, das Krummgemachte, die Krümmung, Strab. 2, 4, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκολίωμα — ώματος, τὸ, Α [σκολιῶ] 1. κύρτωμα, καμπύλωμα 2. (για ποταμό ή δρόμο) καμπή, στροφή … Dictionary of Greek
σκολιώμασι — σκολίωμα bend neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκολιώμασιν — σκολίωμα bend neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)