- σκολίωσις
σκολίωσις, ἡ, das Krümmen, Biegen, die Krümmung, Biegung, Hippocr. u. a. Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκολίωσις, ἡ, das Krümmen, Biegen, die Krümmung, Biegung, Hippocr. u. a. Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκολίωσις — obliquity fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκολιώσεις — σκολίωσις obliquity fem nom/voc pl (attic epic) σκολίωσις obliquity fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκολιώσεσιν — σκολίωσις obliquity fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκολίωσιν — σκολίωσις obliquity fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυφοσκολίωση — η ιατρ. παραμόρφωση τής σπονδυλικής στήλης και ειδικά τής θωρακικής μοίρας της, που συνίσταται σε συνδυασμό επίτασης τής φυσιολογικής κυρτότητάς της προς τα πίσω με πλάγια, δεξιά ή αριστερή, παρέκκλιση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek
σκολίωση — (Ιατρ.). Παρέκκλιση της σπονδυλικής στήλης προς τα πλάγια με επακόλουθη σύστρεψη των σπονδύλων και σχετική παραμόρφωση του θώρακα του πάσχοντος ατόμου. Τα αίτια της σ. μπορεί να είναι συγγενή (ανωμαλίες οστικές) ή επίκτητα τα τελευταία, που είναι … Dictionary of Greek
σκολιώσεως — σκολιώσεω̆ς , σκολίωσις obliquity fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)