- σεληνιακός
σεληνιακός, den Mond betreffend, μήν, Plut. Num. 18; – mondsüchtig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σεληνιακός, den Mond betreffend, μήν, Plut. Num. 18; – mondsüchtig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σεληνιακός — lunar masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεληνιακός — ή, ό / σεληνιακός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Σελήνη («σεληνιακό φως») νεοελλ. αρχ. (φρ) «σεληνιακός μήνας [ή μήν]» το χρονικό διάστημα που αντιστοιχεί σε μία πλήρη περιστροφή τής Σελήνης γύρω από την Γη νεοελλ. φρ. α)… … Dictionary of Greek
σεληνιακός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη σελήνη· «σεληνιακός μήνας», χρονική περίοδος 28 ημερών· «σεληνιακό έτος», δώδεκα σεληνιακοί μήνες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σεληνιακά — σεληνιακός lunar neut nom/voc/acc pl σεληνιακά̱ , σεληνιακός lunar fem nom/voc/acc dual σεληνιακά̱ , σεληνιακός lunar fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεληνιακῶν — σεληνιακός lunar fem gen pl σεληνιακός lunar masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεληνιακόν — σεληνιακός lunar masc acc sg σεληνιακός lunar neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεληνιακαῖς — σεληνιακός lunar fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεληνιακαί — σεληνιακός lunar fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεληνιακοῖς — σεληνιακός lunar masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεληνιακοί — σεληνιακός lunar masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεληνιακοῦ — σεληνιακός lunar masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)