σεληνιασμός

σεληνιασμός

σεληνιασμός, , die Mondsucht, Diosc.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σεληνιασμός — epilepsy masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεληνιασμός — ο επιληψία: Τον πιάνει σεληνιασμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σεληνιασμός — ο, ΝΑ [σεληνιάζομαι] η νόσος επιληψία, που, σύμφωνα με παλαιότερη αντίληψη, οφειλόταν στην βλαβερή επίδραση τής Σελήνης και τών φάσεών της …   Dictionary of Greek

  • σεληνιασμοῖς — σεληνιασμός epilepsy masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεληνιασμοῦ — σεληνιασμός epilepsy masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεληνιασμόν — σεληνιασμός epilepsy masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σελήνη — (Αστρον.). Ο μοναδικός φυσικός δορυφόρος της Γης. Τα γενικά γνωρίσματα του ήταν γνωστά από την αρχαιότητα στους αστρονόμους, τα γεωλογικά όμως και φυσικά χαρακτηριστικά του μόλις τώρα αρχίζουν να αποκαλύπτονται με τα στοιχεία που πρόσφεραν οι… …   Dictionary of Greek

  • αγγελόσκιασμα — το [αγγελοσκιάζω] 1. ψυχορράγημα 2. έντονος τρόμος 3. επιληψία, σεληνιασμός …   Dictionary of Greek

  • εγγαριάτικος — ή, ό, Ν 1. φεγγαρέ νιος·2. μτφ. α) σεληνιαζόμενος β) ιδιότροπος·3. το ουδ. ως ουσ. το φεγγαριάτικο ο σεληνιασμός 4. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα φεγγαριάτικα οι ιδιοτροπίες, οι λόξες, οι παραξενιές κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φεγγάρι + κατάλ.… …   Dictionary of Greek

  • πτωματικός — ή, ό / πτωματικός, ή, όν, ΝΑ [πτῶμα, ατος] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πτώμα («πτωματική ακαμψία») αρχ. 1. ο επιληπτικός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πτωματικά τα φαινόμενα τής επιληψίας, ο σεληνιασμός …   Dictionary of Greek

  • σεληναίος — α, ο / σεληναῑος, αία, ον, ΝΜΑ, και σεληνιαῑος, αία, ον, ΜΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σελήνη, σεληνιακός («αἴγλη σεληναία», Απολλ. Ρόδ.) νεοελλ. μσν. 1. αυτός που έχει το σχήμα τής σελήνης ή τής ημισελήνου 2. το ουδ. ως ουσ. το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”