- σκολύθριον
σκολύθριον, τό, dim. von σκόλυϑρος; Plat. Euthyd. 278 b; Poll. 10, 48; auch σκολύφριον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκολύθριον, τό, dim. von σκόλυϑρος; Plat. Euthyd. 278 b; Poll. 10, 48; auch σκολύφριον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκολύθριον — stool neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκολύθριον — τὸ, Α [σκόλυθρον] υποκορ. μικρό έδρανο, κάθισμα … Dictionary of Greek
σκολύθρια — σκολύθριον stool neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκόλυθρος — ον, Α 1. χαμηλός 2. (για πρόσ.) χαμερπής, ποταπός, τιποτένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το σκολύθριον / σκόλυθρον*] … Dictionary of Greek