σκολύπτω

σκολύπτω

σκολύπτω, stutzen, verstümmeln, beschneiden, κολούω, ἐκτίλλω, σπαράττω, VLL.; im obscönen Sinne, das männliche Glied von der Vorhaut entblößen, s. ἀποσκολύπτω.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σκολύπτω — Α (κατά τον Ησύχ.) «κολούω, κολοβῶ, ἐκτίλλω». [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός ενεστ. σχηματισμένος με επίθημα jω από την ίδια ρίζα με το ρ. σκάλλω* «σκαλίζω, γλύφω» (βλ. και λ. σκόλοπας). Το ρ. συνδέεται πιθ. με τους τ. σκόλλυς* και σκόλυθρον*, ενώ δεν… …   Dictionary of Greek

  • αποσκολύπτω — ἀποσκολύπτω (Α) [σκολύπτω] περιτέμνω, κάνω περιτομή …   Dictionary of Greek

  • σκολυτίδες — οι, Ν ζωολ. οικογένεια κολεόπτερων εντόμων, τυπικό γένος τής οποίας είναι ο σκολύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. scolytidae < scolytus < σκολύπτω*] …   Dictionary of Greek

  • σκολύτης — ο, Ν ζωολ. γένος ξυλοφάγων κολεόπτερων εντόμων, αντιπροσωπευτικό τής οικογένειας σκολυτίδες, στο οποίο ανήκουν περισσότερα από 2.000 είδη, πολλά από τα οποία προκαλούν μεγάλες καταστροφές στα δένδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. scolytus,… …   Dictionary of Greek

  • σκολύφρα — και σκολύβρα Α (κατά τον Ησύχ.) «σκυθρωπή, σκληρά, ἐργώδης, δυσχερής». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σκολύπτω] …   Dictionary of Greek

  • σκωλύπτομαι — Α κινῶ, σείω εδώ κι εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < *σκῶλος «κυρτότητα» (βλ. λ. σκώληκας), πιθ. αναλογικά προς το καλύπτω ή το σκολύπτω] …   Dictionary of Greek

  • σκόλεφραι — Α (κατά τον Ησύχ.) «κατακεκαυμέναι τὰς τρίχας». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τη λ. σκολύπτω*] …   Dictionary of Greek

  • σκόλλυς — υος, ὁ, Α τρόπος κουρέματος κατά τον οποίο άφηναν μία τούφα μαλλιών στην κορυφή τής κεφαλής, κόννος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός υποκορ. τ. που συνδέεται με το ρ. σκολύπτω* (πρβλ. και στόλοκρος, σκόλυμος)] …   Dictionary of Greek

  • σκόλυθρον — τὸ, Α χαμηλό κάθισμα, σκαμνί. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σκόλυ θρον (βλ. και λ. κόλυθρον) με επίθημα θρον (πρβλ. μέλα θρον) ανάγεται πιθ. στο θ. σκολυ τού σκολύπτω*] …   Dictionary of Greek

  • στόλοκρος — ον, Α 1. φαλακρός 2. άξεστος 3. (για γίδα) αυτή που δεν έχει κέρατα αλλά μικρά εξογκώματα («ταύτας δὲ καὶ στολόκρους ἔλεγον τὰς αἶγας», Ησύχ.) 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ στόλοκρον α) εξόγκωμα στα μικρά ζώα που αναπτύσσεται σε κέρατο β) κεφαλόδεσμος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”