- σκληρό-κηρος
σκληρό-κηρος, mit hartem Wachs überzogen, δέλτος D. L. 7, 37.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκληρό-κηρος, mit hartem Wachs überzogen, δέλτος D. L. 7, 37.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκληρόκηρος — ον, Α αλειμμένος με σκληρό κερί. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + κηρός «κερί»] … Dictionary of Greek