- σκληρό-γεως
σκληρό-γεως, von, mit hartem, festem Boden, von, mit harter Erde, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκληρό-γεως, von, mit hartem, festem Boden, von, mit harter Erde, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκληρόγεως — ων, Α αυτός που έχει σκληρό, στερεό έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + γεω (βλ. λ. γῆ), πρβλ. λεπτό γεως] … Dictionary of Greek