σκληρό-ψυχος

σκληρό-ψυχος

σκληρό-ψυχος, harthetzig, Schol. Aesch. Prom. 242.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιερόψυχος — ἱερόψυχος, ον (Α) αυτός που έχει ιερή, ευσεβή ψυχή, ευσεβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + ψυχος (< ψυχή), πρβλ. μικρό ψυχος, σκληρό ψυχος] …   Dictionary of Greek

  • ισόψυχος — ἰσόψυχος, ον (ΑΜ) αυτός που έχει την ίδια γνώμη ή τις ίδιες ιδέες με άλλον αρχ. αυτός που είναι εξίσου ανδρείος, γενναίος με κάποιον. επίρρ... ἰσοψύχως (Μ) γενναίως, ανδρείως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ψυχος (< ψυχή), πρβλ. μικρό ψυχος, σκληρό… …   Dictionary of Greek

  • καρτερόψυχος — η, ο (Μ καρτερόψυχος, ον) αυτός που έχει γενναία ψυχή, ο γενναιόψυχος, ο ανδρείος. επίρρ... καρτεροψύχως με γενναιοψυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερός + ψυχος (< ψυχή), πρβλ. γενναιό ψυχος, σκληρό ψυχος] …   Dictionary of Greek

  • φαιδρόψυχος — ον, Μ αυτός που έχει φαιδρή ψυχική διάθεση, εύθυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαιδρός + ψυχος (< ψυχή), πρβλ. σκληρό ψυχος] …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • δάσος — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… …   Dictionary of Greek

  • δασός — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… …   Dictionary of Greek

  • ρυγχοκέφαλα — (Rhynchocephalia). Τάξη ερπετών, που ανήκουν στα λεπιδοσαύρια. Ο κυριότερος εκπρόσωπός τους είναι το γένος σφηνόδους, ένα από τα πιο πρωτόγονα ερπετά, του οποίου υπάρχει μόνο ένα είδος ο σφηνόδους ο στικτός. Η διάκριση ανάμεσα στο σφηνόδοντα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”