- σκληρό-χειρ
σκληρό-χειρ, χειρος, mit harter Hand, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκληρό-χειρ, χειρος, mit harter Hand, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συστρέφω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυστρέφω Α [στρέφω] στρέφω κάτι γύρω από τον εαυτό του, τό στρίβω αρχ. 1. (για ζώο) μαζεύομαι για να πηδήσω ή να επιτεθώ («συστρέφει ἑαυτὸν ὥσπερ θηρίον», Πλάτ.) 2. στρέφω κάτι απότομα 3. ενώνω, συνάπτω, συνδέω 4. συνάγω,… … Dictionary of Greek