- σκληρό-πους
σκληρό-πους, ποδος, hartfüßig, Gloss.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκληρό-πους, ποδος, hartfüßig, Gloss.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λορδόπους — λορδόπους, ουν (Μ) αυτός που έχει στραβά πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λορδός + πούς (πρβλ. λευκό πους, σκληρό πους)] … Dictionary of Greek
ποδήλατο — Όχημα με δύο τροχούς ίσης διαμέτρου, εφοδιασμένους με ελαστικά και τοποθετημένους σε μεταλλικό πλαίσιο. Το π. κινείται από τη μυϊκή δύναμη των ποδιών του ατόμου το οποίο το χρησιμοποιεί. Η δύναμη προώθησης μεταδίδεται στον πίσω τροχό με μια… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek