- σκληρυντικός
σκληρυντικός, hart machend, verhärtend, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκληρυντικός, hart machend, verhärtend, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκληρυντικός — ή, ό / σκληρυντικός, ή, όν, ΝΑ [σκληρύνω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σκλήρυνση και, κυρίως, αυτός που συντελεί στη σκλήρυνση νεοελλ. ανατ. χαρακτηρισμός ιστού που υπέστη σκλήρυνση ως συνέπεια παθολογικής ανάπτυξης ινωδών συνδετικών… … Dictionary of Greek
σκληρυντικός — ή, ό αυτός που συντελεί στη σκλήρυνση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκληρυντικά — σκληρυντικός hardening neut nom/voc/acc pl σκληρυντικά̱ , σκληρυντικός hardening fem nom/voc/acc dual σκληρυντικά̱ , σκληρυντικός hardening fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληρυντικῶν — σκληρυντικός hardening fem gen pl σκληρυντικός hardening masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληρυντικόν — σκληρυντικός hardening masc acc sg σκληρυντικός hardening neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληρυντική — σκληρυντικός hardening fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληρωτικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που επιφέρει σκλήρωση, σκληρυντικός 2. ιατρ. αυτός που πάσχει από σκλήρυνση οργάνου ή ιστού 3. φρ. «σκληρωτικά οστάρια» βιολ. α) δακτύλιος από μικρά οστά γύρω από τον σκληρό χιτώνα τού οφθαλμού τών πτηνών β) δακτύλιος από μικρά… … Dictionary of Greek
σκληρυντικάς — σκληρυντικά̱ς , σκληρυντικός hardening fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)