- σκοτο-μηνία
σκοτο-μηνία, ἡ, mondfinstere, mondlose, dunkle Nacht, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκοτο-μηνία, ἡ, mondfinstere, mondlose, dunkle Nacht, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζοφομηνία — ζοφομηνία, ἡ (Α) 1. η έκλειψη τής σελήνης 2. ασέληνη νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζόφος + μηνία < μήνη «σελήνη» (πρβλ. νου μηνία, σκοτο μηνία)] … Dictionary of Greek