σκοτισμός

σκοτισμός

σκοτισμός, , 1) das Verfinstern, Verdunkeln, die Finsterniß; Schol. Lycophr. 1427; Eust. – 2) der Schwindel, wenn es Einem finster vor den Augen wird, vertigo, Gloss.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σκοτισμός — σκοτισμός, ο και σκότισμα, το 1. σκοτείνιασμα. 2. ζάλισμα, ενόχληση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκοτισμός — darkening masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοτισμός — ο, ΝΜΑ [σκοτίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκοτίζω, η μεταβολή σε σκοτάδι, επισκότιση («σκοτισμοὶ καὶ φωτισμοὶ ἀέρος», Κλεομήδ.) 2. σκοτοδίνη («που τόν έπιασε καταχνιά και σκοτισμός και ζάλη», Ερωτόκρ.) 3. μτφ. διανοητική σύγχυση,… …   Dictionary of Greek

  • σκοτισμοί — σκοτισμός darkening masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοτισμοῦ — σκοτισμός darkening masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοτισμούς — σκοτισμός darkening masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοτισμῶν — σκοτισμός darkening masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοτισμῷ — σκοτισμός darkening masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοτισμόν — σκοτισμός darkening masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκότιση — η, Ν [σκοτίζω] 1. η ενέργεια του σκοτίζω, σκοτισμός, σκότισμα 2. σκοτείνιασμα 3. μτφ. διανοητική σύγχυση, θόλωμα τού μυαλού, ζάλη («στού πόθου τση τη σκότιση δε συντηρά άλλα κάλλη», Ερωτόκρ.) …   Dictionary of Greek

  • σκότισμα — το, Ν [σκοτίζω] ο σκοτισμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”