σκοτερός, = σκότιος, Otph. Arg. 1040 (vgl. νύκτερος, ζοφερός).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκοτερός — ή, ό, και ποιητ. τ. θηλ. σκοτερά, Ν σκοτεινός, σκότιος («ήτανε νύχτα σκοτερή στα ουράνια», Εφταλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + επίθημα ερός (πρβλ. ζοφ ερός)] … Dictionary of Greek
σκοτερή — σκοτερός fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)