- σκορδίνημα
σκορδίνημα, τό, auch κορδίνημα, das Recken der Glieder, bes. bei Schlaftrunkenen, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκορδίνημα, τό, auch κορδίνημα, das Recken der Glieder, bes. bei Schlaftrunkenen, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκορδίνημα — stretching neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκορδίνημα — και κορδίνημα, τὸ, Α [σκορδινῶμαι] η κατάσταση τού σκορδινῶμαι*, το τέντωμα τών άκρων τού σώματος … Dictionary of Greek
κορδίνημα — κορδίνημα, τὸ (Α) βλ. σκορδίνημα … Dictionary of Greek
σκορδινησμός — και σκορδινισμός, ὁ, Α το σκορδίνημα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκορδινῶμαι, κατά τα αρσ. σε σμός] … Dictionary of Greek