- σκορδίζω
σκορδίζω, verkürzt statt σκοροδίζω; ἐσκορδισμένος = παρωξυμμένος, E. M. 384, 51.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκορδίζω, verkürzt statt σκοροδίζω; ἐσκορδισμένος = παρωξυμμένος, E. M. 384, 51.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκορδίζω — Α [σκόρδον] μοιάζω με σκόρδο («τῇ ὀσμῇ σκορδίζειν», Διοσκ.) … Dictionary of Greek
σκορδίζοντα — σκορδίζω to be like garlic pres part act neut nom/voc/acc pl σκορδίζω to be like garlic pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)