σκορπιό-δηκτος

σκορπιό-δηκτος

σκορπιό-δηκτος, vom Skorpion gebissen, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οφιόδηκτος — η, ο (ΑΜ ὀφιόδηκτος, ον Μ και οφεόδηκτος και, κατά δ. γρφ., οφεώδηκτος, ον) αυτός που δαγκώθηκε από φίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, ιος / εος / εως + δηκτος (< δάκνω «δαγκώνω»), πρβλ. σκορπιό δηκτος] …   Dictionary of Greek

  • φαλαγγιόδηκτος — ον, ΜΑ αυτός που τόν έχει δαγκώσει φαλάγγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαλάγγιον «είδος αράχνης + δηκτος (< δάκνω «δαγκώνω»), πρβλ. σκορπιό δηκτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”