- σκορπιόεις
σκορπιόεις, εσσα, εν, vom Skorpion, dem Skorpion od. zu ihm gehörig, Nic. Al. 145 Th. 654.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκορπιόεις, εσσα, εν, vom Skorpion, dem Skorpion od. zu ihm gehörig, Nic. Al. 145 Th. 654.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκορπιόεις — εσσα, εν, Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σκορπιό ή αυτός που προέρχεται από σκορπιό. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκορπίος + όεις*] … Dictionary of Greek
σκορπιόεντα — σκορπιόεις of a scorpion neut nom/voc/acc pl σκορπιόεις of a scorpion masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek