- σιδηρο-μήτωρ
σιδηρο-μήτωρ, ορος, des Eisens Mutter, Eisen hervorbringend, αἶα, Aesch. Prom. 301.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιδηρο-μήτωρ, ορος, des Eisens Mutter, Eisen hervorbringend, αἶα, Aesch. Prom. 301.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιδηρομήτωρ — ορος, ἡ, Α η μητέρα τού σιδήρου, αυτή που παράγει τον σίδηρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. θεο μήτωρ] … Dictionary of Greek
ισομήτωρ — ἰσομήτωρ, δωρ. τ. ίσομάτωρ, ὁ (Α) ίσος με τη μητέρα, αυτός που επέχει θέση μητέρας («ἰσομάτωρ ἀμνός», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. σιδηρο μήτωρ, φιλο μήτωρ] … Dictionary of Greek