- σιδηρο-θώραξ
σιδηρο-θώραξ, ᾱκος, mit eisernem Brustpanzer, Schol. Il. 2, 47. 3, 131.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιδηρο-θώραξ, ᾱκος, mit eisernem Brustpanzer, Schol. Il. 2, 47. 3, 131.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιδηροθώραξ — ακος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει σιδερένιο θώρακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + θώραξ, ακος (πρβλ. ἀργυρο θώραξ)] … Dictionary of Greek