σιδηρό-δεσμος

σιδηρό-δεσμος

σιδηρό-δεσμος, in, mit eisernen Fesseln, LXX.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σιδηρόδεσμος — η, ο / σιδηρόδεσμος, ον, ΝΑ αυτός που φέρει σιδερένια δεσμά, σιδηροδέσμιος νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) κρατούμενος, φυλακισμένος 2. το αρσ. ως ουσ. ο σιδηρόδεσμος κάθε σιδερένιο τεμάχιο που χρησιμεύει για τη σύνδεση δύο μερών μιας κατασκευής, η… …   Dictionary of Greek

  • χαλκόδεσμος — ον, Α χαλκόδετος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + δεσμός (πρβλ. κεφαλό δεσμος, σιδηρό δεσμος)] …   Dictionary of Greek

  • χρυσόδεσμος — ον, Α αυτός που έχει χρυσούς δεσμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + δεσμός (πρβλ. σιδηρό δεσμος)] …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… …   Dictionary of Greek

  • σιδεροκέφαλος — και σιδηροκέφαλος, η, ο, Ν 1. αυτός που έχει σιδερένιο κεφάλι 2. μτφ. α) αυτός που έχει πολύ καλή υγεία, ο σιδερένιος β) πεισματάρης, ισχυρογνώμονας 3. (η ονομ. τού αρσ. και τού θηλ. ως ευχή) σιδεροκέφαλος, η λέγεται ως ευχή για να στεριώσει ο… …   Dictionary of Greek

  • σιδηροδέσμιος — α, ο / σιδηροδέσμιος, ον, ΝΜ (για πρόσ. και ζώα) δεμένος με σιδερένιες αλυσίδες, αλυσόδετος νεοελλ. δεμένος με χειροπέδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + δέσμιος (< δεσμός), πρβλ. αλυσο δέσμιος] …   Dictionary of Greek

  • σιδηροπέδη — η, ΝΜ σιδερένια δεσμά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + πέδη «δεσμός» (πρβλ. τροχο πέδη)] …   Dictionary of Greek

  • υδρογόνο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Η· είναι το πρώτο στοιχείο του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό 1, ατομικό βάρος 1,008 και δύο ισότοπα: ένα σταθερό (δευτέριο) με μάζα Η2 και ένα ραδιενεργό (τρίτιο) με μάζα Η3 και περίοδο υποδιπλασιασμού 12½ χρόνια …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Μαλαισία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Αποτελείται από δύο ενότητες, μεταξύ των οποίων μεσολαβεί η Νότια Κινεζική θάλασσα για περίπου 650 χλμ. Το ανατολικό τμήμα συνορεύει B με το Μπρουνέι και N με την Ινδονησία, ενώ βρέχεται B και Δ από την Νότια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”