- σιδηρό-νωτος
σιδηρό-νωτος, mit eisernem Rücken, ἀσπίδος τύποι, Eur. Phoen. 1137.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιδηρό-νωτος, mit eisernem Rücken, ἀσπίδος τύποι, Eur. Phoen. 1137.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυφόνωτος — κυφόνωτος, ον (Α) αυτός που έχει κυρτά νώτα, καμπούρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυφός + νωτος (< νῶτον), πρβλ. σιδηρό νωτος, χαλκό νωτος] … Dictionary of Greek
σιδηρόνωτος — ον, Α αυτός που έχει σιδερένια νώτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + νωτος (< νῶτον), πρβλ. χαλκό νωτος] … Dictionary of Greek