προς-ορμίζω

προς-ορμίζω

προς-ορμίζω, bei einem Orte das Schiff vor Anker legen, u. med. sich mit dem Schiffe vor Anker legen oder in den Hafen einlaufen, προςορμίζεσϑαι πρὸς τὴν νῆσον, Her. 6, 97; ποῖ δὴ προςορμιούμεϑα, Dem. 4, 44, vgl. 25, 84; νήσῳ, D. Hal. 1, 53; Plut. Aem. Paul. 26.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ορμίζω — (Α ὁρμίζω) [όρμος (II)] 1. οδηγώ πλοίο σε όρμο προκειμένου να αγκυροβολήσει 2. μέσ. ορμίζομαι αγκυροβολώ σε λιμάνι αρχ. 1. φέρω προς την ξηρά, αποθέτω στην παραλία 2. μτφ. περιτυλίσσω, δένω 3. ρίχνω άγκυρα στα ανοιχτά 4. παθ. μτφ. α) οδηγούμαι,… …   Dictionary of Greek

  • εξορμίζω — (AM ἐξορμίζω) (για πλοίο) 1. οδηγώ από τον όρμο ή το λιμάνι στα ανοιχτά 2. μεσ. αποπλέω αρχ. 1. ρίχνω στη θάλασσα («ἐς πόντον ὅσα χρὴ νέκυσιν ἐξορμίζομεν» ρίχνουμε στη θάλασσα όσα πρέπουν στους νεκρούς, Ευρ.) 2. παθ. (για μέλος τού σώματος)… …   Dictionary of Greek

  • καθορμίζω — (Α καθορμίζω) 1. οδηγώ πλοίο από το πέλαγος σε λιμάνι για αγκυροβολία, ελλιμενίζω, αγκυροβολώ, αράζω («καθώρμισαν πρός τι πολισμάτιον», Πολ.) 2. μέσ. καθορμίζομαι (για πλοία και κυβερνήτες) έρχομαι στο λιμάνι για αγκυροβολία, προσορμίζομαι («ἐς… …   Dictionary of Greek

  • υφορμίζω — Α (μόνον μέσ.) ὑφορμίζομαι α) μπαίνω στο λιμάνι, προσορμίζομαι β) μτφ. βρίσκομαι σε έναν τόπο ή, κυρίως, βρίσκομαι κάτω από έναν τόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ὁρμίζω «φέρνω προς την ξηρά, οδηγώ το πλοίο σε όρμο, ρίχνω άγκυρα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”