- προς-ορμέω
προς-ορμέω, bei einem Orte vor Anker liegen, προςορμήσαντες τῇ Πεπαρήϑῳ, Pol. 10, 42, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-ορμέω, bei einem Orte vor Anker liegen, προςορμήσαντες τῇ Πεπαρήϑῳ, Pol. 10, 42, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εξορμώ — (I) (AM ἐξορμῶ, άω) [ορμώ] 1. βγαίνω ορμητικά, ξεκινώ με ορμή 2. επιτίθεμαι ορμητικά εναντίον κάποιου νεοελλ. επιδίδομαι με ζήλο σε κάτι αρχ. 1. στέλνω στον πόλεμο 2. παροτρύνω, ενθαρρύνω 3. κινώ προς τα έξω 4. μέσ. επιδίδομαι με ζήλο σε κάτι 5.… … Dictionary of Greek