- σκαιοσύνη
σκαιοσύνη, ἡ, = σκαιότης; Soph. O. C. 1215; Ar. bei Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκαιοσύνη, ἡ, = σκαιότης; Soph. O. C. 1215; Ar. bei Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκαιοσύνη — σκαιότης awkwardness fem nom/voc sg (attic epic ionic) σκαιοσύνη fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαιοσύνη — ἡ, Α [σκαιός] 1. έλλειψη ευγένειας και καλής διάθεσης στη συμπεριφορά ενός ανθρώπου, σκαιότητα 2. ανοησία, μωρία 3. ηθική διαστροφή … Dictionary of Greek
σκαιοσύναν — σκαιοσύνᾱν , σκαιότης awkwardness fem acc sg (doric aeolic) σκαιοσύνᾱν , σκαιοσύνη fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)