- σεμιδᾱλίτης
σεμιδᾱλίτης, ὁ, ἄρτος, aus dem feinsten Weizenmehl bereitetes Brot, Semmel, Trypho bei Ath. III, 109 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σεμιδᾱλίτης, ὁ, ἄρτος, aus dem feinsten Weizenmehl bereitetes Brot, Semmel, Trypho bei Ath. III, 109 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σεμιδαλίτης — the finest wheaten flour masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεμιδαλίτης — ο, ΝΑ (ενν. άρτος) σιμιγδαλένιο ψωμί, ψωμί από σιμιγδάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεμίδαλις «σιμιγδάλι» + επίθημα ίτης (πρβλ. σελην ίτης)] … Dictionary of Greek
σεμιδαλίται — σεμιδαλίτης the finest wheaten flour masc nom/voc pl σεμιδαλίτᾱͅ , σεμιδαλίτης the finest wheaten flour masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεμιδαλίταις — σεμιδαλίτης the finest wheaten flour masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεμιδαλίτην — σεμιδαλίτης the finest wheaten flour masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεμιδαλίτου — σεμιδαλίτης the finest wheaten flour masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεμιδαλίτας — σεμιδαλίτᾱς , σεμιδαλίτης the finest wheaten flour masc acc pl σεμιδαλίτᾱς , σεμιδαλίτης the finest wheaten flour masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεμιδαλάτον — τὸ, Μ ο σεμιδαλίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεμίδαλις «σιμιγδάλι» + κατάλ. ᾶτον (πρβλ. σελιν ᾶτον)] … Dictionary of Greek