σεβαστός

σεβαστός

σεβαστός, verehrt, zu verehren, chrwürdig, πρᾶγμα, D. Hal. 2, 75; dah. auch heilig, göttlich, das lat. augustus, u. wie dieses von den römischen Kaisern gebraucht, Hdn. 2, 8, oft.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σεβαστός — venerable masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεβαστός — (I) ή, ό / σεβαστός, ή, όν, ΝΑ [σεβάζομαι] 1. άξιος σεβασμού, σεβάσμιος («σεβαστοὶ θεοί», επιγρ.) 2. προσωνυμία τού Αυγούστου και τών Ρωμαίων αυτοκρατόρων στην Ελλάδα («τὸ δὲ ὄνομα εἶναι τούτῳ Αὔγουστος, ὅ κατὰ γλῶσσαν δύναται τὴν Ἑλλήνων… …   Dictionary of Greek

  • σεβαστός — ή, ό 1. άξιος σεβασμού, σεβάσμιος: Σεβαστό πρόσωπο. – Οι απόψεις σου είναι σεβαστές. 2. μτφ., πολύς, μεγάλος: Σεβαστό ποσό. 3. «σεβαστή ηλικία», προχωρημένη ηλικία, γεράματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κυμινήτης, Σεβαστός — (Κύμινα Τραπεζούντας 1625; – Βουκουρέστι 1702). Δάσκαλος και συγγραφέας. Υπήρξε μαθητής του Θεόφιλου Κορυδαλλέα και του Ιωάννη Καρυοφύλλη. Σύντομα αναδείχθηκε σε έναν από τους πιο δραστήριους δασκάλους και πολυγραφότερους λογίους της εποχής του.… …   Dictionary of Greek

  • σεβαστά — σεβαστός venerable neut nom/voc/acc pl σεβαστά̱ , σεβαστός venerable fem nom/voc/acc dual σεβαστά̱ , σεβαστός venerable fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεβαστῶν — σεβαστός venerable fem gen pl σεβαστός venerable masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεβαστόν — σεβαστός venerable masc acc sg σεβαστός venerable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεβασταῖς — σεβαστός venerable fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεβασταί — σεβαστός venerable fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεβαστοῖς — σεβαστός venerable masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεβαστοί — σεβαστός venerable masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”