σιναρός

σιναρός

σιναρός, 1) schädlich (s. σινδρός). – 2) pass., beschädigt, schadhaft, krankhaft, Hippocr. u. a. Medic., σιναρὰ μέρη, = κεκακωμένα καὶ βεβλαμμένα.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σιναρός — ά, όν, Α 1. βλαβερός, καταστρεπτικός 2. νοσηρός, αυτός που έχει υποστεί βλάβη (α. «σιναρὰ χείρ», Ιπποκρ. β. «σιναροὶ ὀδόντες», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σίνος «φθορά, καταστροφή» + κατάλ. αρός (πρβλ. ρυπ αρός, σθεν αρός)] …   Dictionary of Greek

  • σιναρά — σιναρός hurt neut nom/voc/acc pl σιναρά̱ , σιναρός hurt fem nom/voc/acc dual σιναρά̱ , σιναρός hurt fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιναρῶν — σιναρός hurt fem gen pl σιναρός hurt masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιναρόν — σιναρός hurt masc acc sg σιναρός hurt neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιναροί — σιναρός hurt masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιναροῦ — σιναρός hurt masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιναρῆς — σιναρός hurt fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιναρῷ — σιναρός hurt masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σινδρός — ὁ, Α σιναρός*, βλαβερός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παραδίδεται στη γεν. πληθ. σινδρῶν. Έχει σχηματιστεί < θ. σιν τού σίνομαι «βλάπτω, καταστρέφω» με επίθημα ρός (πρβλ. ξη ρός, χλω ρός) και δυσερμήνευτο πρόσφυμα δ , που, κατά μία άποψη, αναπτύχθηκε… …   Dictionary of Greek

  • σινάς — Επώνυμο Ελλήνων πατριωτών και μεγαλεμπόρων. 1. Σίμων. Ιδρυτής μεγάλου εμπορικού και τραπεζικού οίκου της Βιέννης (1753 1822). Καταγόταν από τη Μοσχόπολη της Β. Ηπείρου και, ύστερα από σύντομη παραμονή στη Νύσσα, εγκαταστάθηκε τελικά στη Βιέννη,… …   Dictionary of Greek

  • σιναράν — σιναρά̱ν , σιναρός hurt fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”