- προς-μίσγω
προς-μίσγω, ion. Nebenform statt προςμίγνυμι; Σκύϑαι ἄποροι προςμίσγειν, Her. 4, 46, mit denen man schwer handgemein werden kann; auch Thuc. 3, 22. 6, 104.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-μίσγω, ion. Nebenform statt προςμίγνυμι; Σκύϑαι ἄποροι προςμίσγειν, Her. 4, 46, mit denen man schwer handgemein werden kann; auch Thuc. 3, 22. 6, 104.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δύω — και δύνω (Α δύω και δύνω) 1. (για ήλιο, αστέρια) βυθίζομαι στον ορίζοντα, βασιλεύω («ἠέλιος μὲν ἔδυ», Ιλ. Ι) 2. αφανίζομαι, παρακμάζω, ξεπέφτω («έδυσε το μεγαλείο τής Ρώμης») αρχ. 1. φθάνω, πηγαίνω μέσα σε κάτι 2. (για χώρα, τόπο) εισέρχομαι,… … Dictionary of Greek