- προς-νίσσομαι
προς-νίσσομαι, hinzugehen, -kommen, εἰς, Il. 9, 381, in dor. Form ποτινίσσομαι, wie Pind. Ol. 6, 99; in feindlichem Sinne, anrücken, Soph. Ant. 129.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-νίσσομαι, hinzugehen, -kommen, εἰς, Il. 9, 381, in dor. Form ποτινίσσομαι, wie Pind. Ol. 6, 99; in feindlichem Sinne, anrücken, Soph. Ant. 129.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποτινίσσομαι — Α (δωρ. τ.) προσνίσσομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + νίσσομαι] … Dictionary of Greek
πόθι — Α επίρρ. 1. πού, σε ποιο μέρος; («πόθι τοι πόλις ἠδὲ τοκῆες»; Ομ. Οδ.) 2. προς τα πού, προς ποιο μέρος; («μὴ νοέων πόθι νίσσομαι», Ανθολ. Παλ.) 3. (ως εγκλιτ. αοριστολ.) που, ίσως («τὸν ὠμόθυμον εἴ ποθι πλαζόμενον λεύσσων», Σοφ.) 4. (ως εγκλιτ.… … Dictionary of Greek