- σικχάζομαι
σικχάζομαι, = σικχαίνω, Hesych. erklärt σκωπτόμενος. S. σικχός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σικχάζομαι, = σικχαίνω, Hesych. erklärt σκωπτόμενος. S. σικχός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σικχάζομαι — ΜΑ [σικχός] μσν. γίνομαι αντικείμενο χλευασμού ή εμπαιγμού, σκώπτομαι* αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «χλευάζω, σκώπτω, ἐμπαίζω» … Dictionary of Greek
σικχαζόμενος — σικχάζομαι mock pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σικχασμός — ὁ, Α [σικχάζομαι] σιχαμάρα, σιχασιά … Dictionary of Greek