σικχαίνω

σικχαίνω

σικχαίνω, vor einer Person od. Sache Ekel, Ueberdruß empfinden, c. acc., πάντα τὰ δημόσια, alles Gemeine ekelt mich an, Callim. 1 (XII, 43); auch im med., σικχαίνομαι τοῠτον, ich verabscheue ihn, ep. 30, 4; ὡς οἱ κακοστόμαχοι πρός τι βρωμάτιον, ὃ μετὰ μικρὸν σικχαίνειν μέλλουσι, Arr. Epict. 3, 16, 7, vgl. 4, 8, 34. Von den Atticisten neben βδελύττομαι verworfen, Lob. Phryn. 226.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σικχαίνω — Α (ενεργ. και μέσ.) βλ. σιχαίνομαι …   Dictionary of Greek

  • σιχαίνομαι — σικχαίνομαι ΝΑ, και σιχαίνουμαι και συχαίνομαι Ν, και ενεργ. τ. σικχαίνω Α 1. νιώθω έντονη αποστροφή και αηδία για κάποιον ή για κάτι (α. «σιχαίνουμαι να τή θωρώ την άσχημή σου μούρη», δημ. τραγούδι β. «σικχαίνω πάντα τά δημόσια», Καλλ.) 2. (η… …   Dictionary of Greek

  • σιαίνω — ΜΑ μσν. ενοχλώ κάποιον αρχ. προκαλώ αηδία ή βδελυγμία σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίαλον «σάλιο» κατά το ρ. σικχαίνω «σιχαίνομαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”