- σκιφίας
σκιφίας, ὁ, dor. statt ξιφίας, Schwertfisch, Epicharm. Ath. VII, 282 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκιφίας, ὁ, dor. statt ξιφίας, Schwertfisch, Epicharm. Ath. VII, 282 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκιφίας — σκιφίᾱς , σκιφία fem acc pl σκιφίᾱς , σκιφία fem gen sg (attic doric aeolic) σκιφίᾱς , σκιφίας sword fish masc acc pl σκιφίᾱς , σκιφίας sword fish masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιφίας — ὁ, Α (δωρ. τ.) βλ. ξιφίας … Dictionary of Greek
ξιφίας — (xiphias gladius). Τελεόστεο περκόμορφο ψάρι, μοναδικό είδος της οικογένειας των ξιφιδών. Το ψάρι αυτό, που μπορεί να ξεπεράσει σε μήκος τα 4 μ. και ζυγίζει κατά μέσο όρο 300 κιλά, ζει σε όλες τις εύκρατες και θερμές θάλασσες και τρέφεται με… … Dictionary of Greek