- σκιφύδριον
σκιφύδριον, τό, dor. statt ξιφύδριον, Epicharm. bei Ath. III, 85 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκιφύδριον, τό, dor. statt ξιφύδριον, Epicharm. bei Ath. III, 85 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκιφύδριον — τὸ, Α (δωρ. τ.) βλ. ξιφύδριον … Dictionary of Greek
σκιφύδρια — σκιφύδριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξιφύδριον — και, κατά τον Ησύχ., σκιφύδριον, τὸ (Α) (υποκορ. τού ξίφος) 1. μικρό ξίφος 2. η τελλίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + υποκορ. κατάλ. ύδριον (πρβλ. λογ ύδριον)] … Dictionary of Greek