- σκευ-ώρημα
σκευ-ώρημα, τό, schlaue, listige, tückische Handlung; ἀλλ' εἶναι τοῦτο πλάσμα καὶ σκευώρημα εὑρήσετε, Dem. 36, 33, vgl. 41, 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκευ-ώρημα, τό, schlaue, listige, tückische Handlung; ἀλλ' εἶναι τοῦτο πλάσμα καὶ σκευώρημα εὑρήσετε, Dem. 36, 33, vgl. 41, 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.