- σκευάζω
σκευάζω, bereiten, anrichten, machen, zurecht od. fertig machen; insbesondere Speisen zubereiten, zurichten, Her. 1, 73. 207; ἐπίστασαι τὸν σαῠρον ὡς δεῖ σκευάσαι, Alexis bei Ath. VII, 322 c; κωλήν τις ίδίως σκευαζόμενος, ib. I, 7 c; τὰ ἑφϑὰ πάντα μεϑ' ὕδατος ἐσκεύασται, Xen. Cyr. 6, 2, 28; τινὰς φρυκτούς, Ar. vesp. 1331; τινὰ ὡςπερ γυναῖκα, Thesm. 591; περικόμματ' ὲκ σοῠ σκευάσω, Equ. 372; ἐσκευασμένα ἄλφιτα, 1100; einrichten, Thuc. 2, 15; ἡδονάς, Plat. Rep. VI 11, 559 d; χαλινόν τινα χαλκεῖ ἐκδιδόντα σκε υάσαι, einen Zügel zu machen verdingen, Parm. 127 a, u. pass., σκευαζομένης ϑοίνης, Theaet. 178 d; ὀρχηστρίδα εἰςάγει, σκευάσας ὡς ἐδύνατο κάλλιστα, ausputzen, Xen. An. 5, 9, 12. – Bes. ein Kriegsheer mit allem Nöthigen versehen, Her. 1, 60. 80; bewaffnen, bekleiden, γυναῖκα πανοπλίᾳ, 5, 12; τινὰ ἐσϑῆτι, 5, 20. – Dah. σκευάζειν εἰς ὁπ λίτας, εἰς ὑπ ηρέτας, zu Schwerbewaffneten ausrüsten, zu Dienern einkleiden, Schweigh. App. 7, 32; εἰς Βάκχας, εἰς Σατύρους, als Bacchantinnen, als Satyrn auskleiden, Plut. – Med. für sich bereiten, σκευάζεται ϑοίνην, Eur. Herc. Fur. 956; εἴς τι πρᾶγμα νεοχμὸν ἐσκευάσμεϑα, Suppl. 1057; ἄλφιτα σκευαζόμενοι, Plat. Rep. II, 372 b; u. überh. bereiten, anstiften, πόλεμον, προδοσίαν σκευάζεσϑαι, Verrath anstiften, Her. 5, 103. 6, 100; ἐσκευασμένος, u. in der 3. Pers. plur. pert. u. plusquampf. ἐσκευάδαται, ἐσκευάδατο, 4, 58. 7, 62. 66. 86. – Intrans., σκευάζειν κατ' οἶκον, herumwirthschaften im Hause, Wirthschaft und Unruhe machen, H. h. Merc. 285.
http://www.zeno.org/Pape-1880.