- σειριόεις
σειριόεις, εσσα, εν, voll Gluth, Hitze, wie der Σείριος, ἠέλιος Opp. Cyn. 4, 338.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σειριόεις, εσσα, εν, voll Gluth, Hitze, wie der Σείριος, ἠέλιος Opp. Cyn. 4, 338.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σειριόεις — εσσα, εν, ΜΑ αυτός που προκαλεί ξηρασία, θερμός, καυστικός («σειριόεις ἥλιος», Οππ). [ΕΤΥΜΟΛ. < Σείριος + κατάλ. όεις*] … Dictionary of Greek
σειριόεντι — σειριόεις scorching masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σειριόεντος — σειριόεις scorching masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek