- σκιρτηθμός
σκιρτηθμός, ὁ, = σκίρτησις, Orph. Lith. 218.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκιρτηθμός, ὁ, = σκίρτησις, Orph. Lith. 218.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκιρτηθμός — ὁ, Α (ποιητ. τ.) σκίρτημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκιρτῶ + επίθημα θμός (πρβλ. βρυχη θμός)] … Dictionary of Greek
σκιρτηθμῶν — σκιρτηθμός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-θμος — επίθημα που εμφανίζεται σε αρκετές λ. τής Αρχαίας, από τις οποίες μερικές μαρτυρούνται και στη Νέα Ελληνική. Προήλθε από τον συνδυασμό τού επιθήματος mo ( μο ) που δηλώνει ενέργεια, με την παρέκταση dh ( θ ) που απαντά και σε άλλα επιθήματα (πρβλ … Dictionary of Greek