- σκιρτηδόν
σκιρτηδόν, adv., springend, sprungweise, Orph. frg. 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκιρτηδόν, adv., springend, sprungweise, Orph. frg. 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκιρτηδόν — by leaps indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιρτηδόν — Α επίρρ. με σκιρτήματα, με τινάγματα, με πηδήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκιρτῶ + επιρρμ. κατάλ. δον (πρβλ. αναφαν δόν)] … Dictionary of Greek
σκιρτηματικώς — Α επίρρ. σκιρτηδόν*. [ΕΤΥΜΟΛ. < *σκιρτηματικός (< σκίρτημα, ατος)] … Dictionary of Greek