σκεπαστής

σκεπαστής

σκεπαστής, , der Bedeckende, Verhüllende, LXX.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σκεπαστής — shelterer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεπαστής — ὁ, ΜΑ [σκεπάζω] 1. αυτός που σκεπάζει, που προκαλύπτει, που προφυλάσσει 2. υπερασπιστής, προστάτης («σκεπαστὴς ἐγένετό μοι εἰς σωτηρίαν», ΠΔ.) …   Dictionary of Greek

  • σκεπασταί — σκεπαστής shelterer masc nom/voc pl σκεπαστός covered fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεπαστήν — σκεπαστής shelterer masc acc sg (attic epic ionic) σκεπαστός covered fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεπαστά — σκεπαστά̱ , σκεπαστής shelterer masc nom/voc/acc dual σκεπαστής shelterer masc voc sg σκεπαστής shelterer masc nom sg (epic) σκεπαστός covered neut nom/voc/acc pl σκεπαστά̱ , σκεπαστός covered fem nom/voc/acc dual σκεπαστά̱ , σκεπαστός covered… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεπαστάς — σκεπαστά̱ς , σκεπαστής shelterer masc acc pl σκεπαστά̱ς , σκεπαστής shelterer masc nom sg (epic doric aeolic) σκεπαστά̱ς , σκεπαστός covered fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αίθριο — Χώρος που βρίσκεται μπροστά από τους εσωτερικούς χώρους μιας κατοικίας ή ενός δημόσιου κτιρίου και τους απομονώνει από την είσοδο. Στις ιδιωτικές κατοικίες το α. έχει κυρίως σκοπό να χωρίζει τους υπόλοιπους χώρους μιας οικίας από το ύπαιθρο. Στα… …   Dictionary of Greek

  • προσκεπαστής — ὁ, Α υπερασπιστής, προασπιστής, προστάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + σκεπαστής «υπερασπιστής, προστάτης»] …   Dictionary of Greek

  • Γεροποτάμου, δήμος — Νέος δήμος (8.323 κάτ.) του νομού Ρεθύμνης, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αγγελιανών, Αγίου Μάμαντος, Αλφάς, Αχλαδέ, Καλανδαρές, Μαργαρίτων, Μελιδονίου, Μελισσουργακίου, Ορθέ, Πανόρμου, Πασαλιτών …   Dictionary of Greek

  • Ελυμνίων, δήμος — Νέος δήμος (5.648 κάτ.) του νομού Ευβοίας, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην δήμο Λίμνης καθώς και από τις πρώην κοινότητες Κεχριών, Κουρκουλών, Ροβιών και Σκεπαστής, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου… …   Dictionary of Greek

  • ԱՊԱՒԷՆ — (ւինի, նաց.) NBH 1 0275 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c, 12c գ. καταφυγή, ὐπερασπιστής, σκεπαστής , σκέπη, ἁντιλήπτωρ refugium, tegumentum, protector, susceptor Ապաստան. տեղի ամրութեան. պատսպարան. ամրութիւն. հովանի …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”