σκεπαστήριος

σκεπαστήριος

σκεπαστήριος, zum Bedecken, Verhüllen gehörig, bedeckend, verhüllend, Sp.; τὰ σκ., D. Sic. 1, 24.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σκεπαστήριος — ία, ον, ΜΑ 1. κατάλληλος για σκέπασμα, για προφύλαξη, για προστασία (α. «τὰ σκεπαστήρια ὅπλα», Διον. Αλ. β. «ταῑς... δοραῑς τῶν θηρίων σκεπαστηρίοις χρῆσθαι», Διόδ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σκεπαστήριον α) επενδύτης, πανωφόρι β) ασπίδα για τα μάτια …   Dictionary of Greek

  • σκεπαστηρίων — σκεπαστήριος fitted for covering fem gen pl σκεπαστήριος fitted for covering masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεπαστήριον — σκεπαστήριος fitted for covering masc acc sg σκεπαστήριος fitted for covering neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεπαστηρίοις — σκεπαστήριος fitted for covering masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεπαστηρίου — σκεπαστήριος fitted for covering masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεπαστηρίῳ — σκεπαστήριος fitted for covering masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεπαστήρια — σκεπαστήριος fitted for covering neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεπαστήρι(ο) — το, Ν καθετί που σκεπάζει έναν χώρο και ειδικότερα στέγασμα, στέγαστρο ή κάλυμμα που προφυλάσσει από τον ήλιο, τη βροχή ή τη ρύπανση («χάλασαν τα σκεπαστήρια τής σταφίδας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ουδ. τού επιθ. σκεπαστήριος (< σκεπάζω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”