σκαφεύω [2]

σκαφεύω [2]

σκαφεύω, einen Menschen in einen Trog legen, so daß Kopf, Hände und Füße herausbleiben, u. ihn so den heißesten Sonnenstrahlen aussetzen, bis er verschmachtend, verbrannt u. von Insecten zerfleischt umgekommen ist, eine bei den Persern übliche Todesstrafe; Plut. Artax. 16; vgl. Ctesias 30.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σκαφεύω — Α [σκάφη] εκτελώ κατάδικο με σκάφευση («ἐκέλευσεν... τὸν Μιθριδάτην αποθανεῑν σκαφευθέντα», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • σκαφευθέντα — σκαφεύω lay aor part pass neut nom/voc/acc pl σκαφεύω lay aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαφευθῆναι — σκαφεύω lay aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαφεύεται — σκαφεύω lay pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαφευτής — ὁ, ΜΑ, θηλ. σκαφεύτρια Μ σκαφέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκαφεύω. Η λ., αντίθετα προς το ρ. σκαφεύω, διατηρεί την κύρια σημ. τού ρ. σκάπτω] …   Dictionary of Greek

  • σκάφευση — η / σκάφευσις, εύσεως, ΝΜΑ (στους Πέρσες) σκληρός τρόπος θανατικής εκτέλεσης και μαρτυρίου κατά τον οποίο τοποθετούσαν τον κατάδικο ανάμεσα σε δύο σκάφες αφήνοντας έξω από αυτές το κεφάλι, τα χέρια και τα πόδια του εκτεθειμένα στον ήλιο και… …   Dictionary of Greek

  • σκαφεία — ἡ, Α [σκαφεύω] (κατά το λεξ. Σούδα) ανόρυξη, σκάψιμο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”